Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρύαλλον — θρύαλλον, τὸ (Α) βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + αλλον (πρβλ. γνάφ αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
θρύαλλον — shower of smuts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)